κατάχλομος, -η

κατάχλομος, -η
-ο κατακίτρινος: Είναι κατάχλομος από την πείνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάχλομος — η, ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, η, ο 1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος 2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος …   Dictionary of Greek

  • κάτωχρος — η, ο ο εντελώς ωχρός, κατάχλομος, κατακίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠχρός] …   Dictionary of Greek

  • κατάχλωμος — η, ο βλ. κατάχλομος …   Dictionary of Greek

  • ολόχλομος — η, ο ο εντελώς χλομός, κατάχλομος …   Dictionary of Greek

  • κάτωχρος — η, ο κατάχλομος, κατακίτρινος: Έγινε κάτωχρος από το φόβο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακίτρινος — η, ο ο εντελώς κίτρινος, κατάχλομος: Είναι κατακίτρινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”